Η λίστα ιστολογίων μου

Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Παραμύθι


Τσιμπλούλης Γεράσιμος


Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια...
Το μυστικό του κάστρου




 Μια φορά κι έναν καιρό σε τόπο μακρινό ή κοντινό, κανείς δεν το ξέρει, ζούσε η Σοφία. Κατοικούσε σ’  ένα χωριό σκαρφαλωμένο στη ράχη του βουνού. Εκεί οι ελιές συναντούσαν το γαλάζιο της θάλασσας. Οι άνθρωποι, αγρότες και κτηνοτρόφοι, ζούσαν απλά. Δεν βαρυγκωμούσαν για τον καθημερινό κάματό τους. Πάντα δοξολογούσαν τον Πλάστη και Δημιουργό. Τα σπίτια τους πάντα ανοιχτά και φιλόξενα. Ήξεραν να φιλεύουν γνωστούς και άγνωστους με τ’ αγαθά των κόπων τους.
Η Σοφία κάθε χρόνο περίμενε πώς και πώς τις καλοκαιρινές διακοπές. Ήταν η μεγάλη ευκαιρία να βρεθεί με τις φίλες της από τη μεγάλη πόλη, τη Δωροθέα με τις δίδυμες αδερφές της, την Ευτυχία και τη Ζωή.
Τα κορίτσια, μια χαρούμενη παρέα, πότε τα έβρισκες στην παραλία να χτίζουν κάστρα στην άμμο ή να κολυμπούν στη θάλασσα και πότε στο δάσος με τις κουμαριές και τις λαδανιές να ψάχνουν για μανιτάρια ή να αφουγκράζονται τις φωνές των ζώων.
Μια μέρα στο δάσος τα τέσσερα κορίτσια είδαν μια χελώνα κι έναν σκαντζόχοιρο να περπατούν πλάι-πλάι. Πότε μπροστά ο σκαντζόχοιρος και πότε η χελώνα. Λες κι έκαναν αγώνα δρόμου. Θυμήθηκαν το παραμύθι με τον λαγό και τη χελώνα.
«Τι μας κοιτάτε με ανοιχτό το στόμα», είπε η χελώνα στα κορίτσια και συνέχισε τα λόγια της «έβαλα στοίχημα με τον σκαντζόχοιρο, πως θα φτάσω πρώτη στο κάστρο. Αν θέλετε πάτε κορίτσια εσείς μπροστά και περιμένετέ μας». «Να γίνετε διαιτητές του αγώνα μας», συμπλήρωσε ο σκαντζόχοιρος.
Η Σοφία, Δωροθέα, η Ευτυχία και η Ζωή δεν πίστευαν σ’ αυτό που άκουγαν τ’ αυτιά τους. Κούνησαν τα κεφάλια τους πάνω κάτω και πήραν τον ανηφορικό δρόμο προς το κάστρο. Πέρασαν από τη ρεματιά του δράκου, περπάτησαν στο στενό μονοπάτι, σκαρφάλωσαν σε βράχια, για να κόψουν δρόμο.   
Ήταν ντάλα μεσημέρι σαν έφτασαν στο κάστρο. Πρώτη φορά έρχονταν εδώ. Είχαν ακούσει πολλές ιστορίες για το κάστρο από τον παππού Θύμιο. Ιστορίες για λάμιες και νεράιδες, για πειρατές και θησαυρούς. Λένε, πως το κάστρο είναι χτισμένο στα ερείπια του παλατιού του βασιλιά Λάιου, που το είχε για θερινή κατοικία στο βουνό των κενταύρων. Λένε ακόμη πως ένα μυστικό πέρασμα ξεκινά από εδώ και φτάνει μέχρι τον μακρύ γιαλό. Είναι το πέρασμα που παίρνουν οι Μοίρες σαν έρχονται στο χωριό, κάθε φορά που γεννιέται ένα μωρό. Τα κορίτσια έσπρωξαν τη βαριά ξύλινη πόρτα και μπήκαν. Μπροστά τους έστεκε ένας πέτρινος πύργος με σιδερόφραχτα παραθύρια και πολεμίστρες.
-Να μπούμε μέσα, να εξερευνήσουμε τον πύργο, πρότεινε η Ζωή.
-Λες να βρούμε και κανένα θησαυρό; αναρωτήθηκε φωναχτά η Ευτυχία.
-Κι αν τον φυλάει κάποιος δράκος; συμπλήρωσε η Σοφία.
-Μα πού είναι η πόρτα του πύργου; Δεν τη βλέπω, είπε η Δωροθέα.
Τα κορίτσια άρχισαν να κάνουν γύρους γύρω από τον πύργο, την πόρτα του να βρουν. Έψαξαν για λίγο, μα πόρτα δεν έβλεπαν. «Λέτε να είναι πίσω από τον κισσό;» πετάχτηκε κάποια στιγμή η Σοφία. Ένας κισσός είχε απλωθεί στον έναν τοίχο του πύργου από τη βάση μέχρι τη σκεπή του. Είχε σκεπάσει τα πάντα. Τα κορίτσια παραμέρισαν τα φύλλα του κισσού και μια λάμψη θάμπωσε τα μάτια τους. Μπροστά τους έστεκε μια πόρτα κρυφή, μια πόρτα μαλαματένια, κλειστή, δίχως κλειδί και κλειδαρότρυπα. Ένα πόμολο με μορφή δράκου, τράβηξε την προσοχή των κοριτσιών. Και γύρω του αριθμοί από το μηδέν έως το εννιά και γράμματα. «Γράμματα σπουδάγματα, του Θεού τα πράγματα».

Η Δωροθέα άρχισε να διαβάζει δυνατά «αν την πόρτα θες ν’ ανοίξεις, πρώτα τον γρίφο να βρεις και ύστερα το πόμολο στους αριθμούς να στρίψεις. Πάντα από το μηδέν να ξεκινάς.
Ένας πατέρας κεφαλή
δώδεκα γιοι ποδάρια
και κάθε γιος στη ράχη του εξήντα θυγατέρες,
μισές άσπρες, μισές μαύρες».
-Ας είναι καλά η γιαγιά μας, που μας μαθαίνει αινίγματα, φώναξε όλο χαρά η Ζωή. «Εύκολος ο γρίφος, είναι ο χρόνος, οι δώδεκα μήνες και οι τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες».
-Εμπρός, τι καθόμαστε, ας γυρίσουμε το πόμολο. Πρώτα από το μηδέν στο ένα, ο χρόνος. Γυρίζουμε στο μηδέν και πάμε πρώτα στο ένα και μετά στο δύο, οι μήνες. Πάλι πίσω στο μηδέν και τώρα πάμε πρώτα στο τρία, μετά στο έξι και γυρίζουμε στο πέντε, είπε η Ευτυχία.
Και ω! του θαύματος η πόρτα η κρυφή, η μαλαματένια, άνοιξε διάπλατα. Ο χρόνος, οι μήνες και οι μέρες άνοιξαν τη σφαλιστή, μαλαματένια θύρα. Φάνηκε το κατώι του πύργου. Τέσσερα πιθάρια μέσα στο χρώμα και στις ζωγραφιές έστεκαν σαν ακοίμητοι φρουροί. Το ένα είχε μια κόρη να τρέχει σε κάμπο με παπαρούνες και μαργαρίτες. Το άλλο πιθάρι έναν αγρότη με το δρεπάνι του να θερίζει το χωράφι του. Το τρίτο έναν άντρα να κρατά καλάθι με σταφύλια. Το τελευταίο είχε γέρο άντρα με την κάπα του να ζεσταίνει τα χέρια του πάνω από τη φωτιά, που έκαιγε σε μαγκάλι.
Με απορία στα μάτια τους, τα κορίτσια έσκυψαν να δουν τι έχουν τα πιθάρια μέσα τους. Το ένα γεμάτο λάδι, το άλλο κρασί, το τρίτο σιτάρι και το τέταρτο μέλι. Πόσος κόπος, πόσος ιδρώτας για να γεμίζουν τα πιθάρια...
Μα η περιέργεια τα κορίτσια τσιμπά και τη σκάλα ανεβαίνουν. Στη μεγάλη σάλα του πύργου, από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν. Κάθε τοίχος και τέσσερα παράθυρα. Μόνο ο βορεινός δεν είχε ούτε παραθύρι ούτε φεγγίτη. Ένας τεράστιος καθρέφτης ήταν όλος ο τοίχος.
Η Δωροθέα, η Ευτυχία, η Ζωή και η Σοφία στάθηκαν στη μέση της σάλας. Άρχισαν να κάνουν στροφές γύρω από τον εαυτό τους. Φαντάζονταν πως ήταν πριγκίπισσες των παραμυθιών και χόρευαν στον ρυθμό του βαλς. Έβλεπαν το είδωλό τους στον καθρέφτη.
-Μα τι παράξενος καθρέφτης, σίγουρα είναι μαγικός. Πώς μας δείχνει έτσι, αναφώνησαν όλες με μια φωνή.
Τα κορίτσια έστεκαν σε έναν λουλουδιασμένο κάμπο με ανεμώνες και χαμομήλια.  Και δίπλα τους άγρια και ήμερα ζώα. Αναγνώρισαν το ελάφι,  το αγριόγιδο, το τσακάλι, τον λύκο, την αρκούδα. Τα άλλα ούτε ζωγραφιστά δεν τα είχαν δει. Κι αυτά χόρευαν μαζί τους. Μετά από λίγο, ο κάμπος μεταμορφώθηκε σε πλαγιά βουνού με ολάνθιστες κερασιές. Μέλισσες βούιζαν γύρω από τα λουλούδια, ενώ τα κορίτσια έπαιζαν κυνηγητό. Δεν κράτησε και πολύ και η πλαγιά έγινε ρεματιά με γάργαρα νερά. Αηδόνια κελαηδούσαν πάνω σε πλατάνια και η Σοφία, η Δωροθέα, η Ευτυχία και η Ζωή τσαλαβουτούσαν στο νερό. Κι ύστερα ήρθε η σειρά της θάλασσας με καταγάλανα νερά, όπου τα δελφίνια κολυμπούσαν δίπλα σε φώκιες.   
«Πόσο όμορφη είναι η γη μας», αναφώνησε η Σοφία.
Ξαφνικά ένα μαύρο σύννεφο σκέπασε τα πάντα. Τα λουλούδια μαράθηκαν, τα γάργαρα νερά θόλωσαν και τα ζώα ψόφησαν. Τα κορίτσια θυμήθηκαν το περσινό καλοκαίρι με τη μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε το πανέμορφο δάσος του Αη-Λια στην πέρα ράχη... Μα και τη μέρα που στο γιαλό αντίκρισαν το νεκρό δελφίνι.... Έφεραν στο νου τους και τις διαδηλώσεις των ανθρώπων να σταματήσει η ρύπανση του περιβάλλοντος από το μεγάλο εργοστάσιο...
Και τότε μια φωνή ακούστηκε μέσα από τον μαγικό καθρέφτη.
«Περάσατε πόρτα κρυφή, πόρτα  μαλαματένια
η ζωή σας να είναι πάντα όμορφη και ζαχαρένια.
 Εδώ κατοικεί ο χρόνος και η ζωή
που ταξιδεύουνε συνέχεια πάνω στη γη.
Τους ανθρώπους καλούν, προσκαλούν
όλα τα ζώα και τα φυτά ν’ αγαπούν.
Την εξαφάνισή τους να εμποδίσουν
και τη ζωή τους να βοηθήσουν.
Ζώα και φυτά
μεγάλα και μικρά
είτε άγνωστα είτε γνωστά
όλα για τον άνθρωπο είναι σημαντικά.
Όλα γύρω μας είναι όμορφα, ξεχωριστά
της φύσης, του Θεού δώρα μοναδικά.
Τα ονόματά σας κορίτσια σημαδιακά.
Ο Θεός με σοφία τα εποίησε όλα, Σοφία.
Δωροθέα, όλα δώρα του Θεού ευλογία.
Η ευτυχία βρίσκεται στη φύση, Ευτυχία,
περπατήστε στο βουνό, στην παραλία.
Χρειάζεται προσοχή για τη ζωή του πλανήτη Γη, Ζωή,
στο χέρι των ανθρώπων η φύση είναι κάθε στιγμή.
Ο χρόνος κύκλο κάνει
και παντού φτάνει
μα για να υπάρχει μαζί με τις εποχές,
οι άνθρωποι πρέπει να αλλάξουν συμπεριφορές.
Το κλίμα της γης αλλάζει
αυτό όλους μας τρομάζει.
Είναι καιρός για σκέψη και δράση
τη ζωή της η γη μη χάσει».
Σοφία, ξύπνα, θα αργήσεις να πας στο σχολείο σου. Ήταν η φωνή της μάνας της...
Η Σοφία πετάγεται στο λεπτό. Ξέρει καλά, πως είναι της μοίρας της γραφτό, όπως και τα παραμύθια λένε, το μυστικό του κάστρου με όλους να μοιραστεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: